- ὑπάγγελος
- ὑπάγγελοςsummoned by a messengermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπάγγελος — ον, Α αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
υπαγγελεύς — έως, ὁ, Α αυτός που αναγγέλλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπάγγελος + επίθημα εύς] … Dictionary of Greek